αντάμωμα
希腊语[编辑]
名词[编辑]
αντάμωμα (antámoma) n (复数 ανταμώματα)
变格[编辑]
αντάμωμα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αντάμωμα • | ανταμώματα • |
属格 | ανταμώματος • | ανταμωμάτων • |
宾格 | αντάμωμα • | ανταμώματα • |
呼格 | αντάμωμα • | ανταμώματα • |
相关词汇[编辑]
- 参见:ανταμώνω (antamóno, “见面”)