αδιάλειπτος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

形容词[编辑]

αδιάλειπτος (adiáleiptosm (阴性 αδιάλειπτη,中性 αδιάλειπτο)

  1. 不断的,连续

变格[编辑]

近义词[编辑]

相关词汇[编辑]