αίθουσα
希腊语[编辑]
词源[编辑]
借自古希腊语 αἴθουσα (aíthousa, “厅,堂”)。
发音[编辑]
名词[编辑]
αίθουσα (aíthousa) f (复数 αίθουσες)
变格[编辑]
αίθουσα的变格
近义词[编辑]
- δωμάτιο n (domátio, “房间”)
派生词[编辑]
- αιθουσάρχης m (aithousárchis, “电影院主”)
- αίθουσα αναμονής f (aíthousa anamonís, “等候室”)
- αίθουσα διαλέξεων f (aíthousa dialéxeon, “讲堂”)
- αίθουσα συνεδριάσεων f (aíthousa synedriáseon, “会议室,会议厅”)
- κινηματογραφική αίθουσα f (kinimatografikí aíthousa, “电影院”)