跳转到内容

δωμάτιο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

借自古希臘語 δωμάτιον (dōmátion)

名詞

[编辑]

δωμάτιο (domátion (复数 δωμάτια)

  1. (家或旅店的) 房間

變格

[编辑]

近義詞

[编辑]

拓展閱讀

[编辑]