εφημερίδα
外观
參見:ἐφημερίδα
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]源自通用希臘語 ἐφημερῐ́δᾰ (ephēmerída)(ἐφημερῐ́ς, ἐφημερῐ́δος (ephēmerís, ephēmerídos, “日記”)的賓格),源自古希臘語 ἐφήμερος (ephḗmeros, “每日的”),源自ἐπ(ί) (ep(í), “在……上”) + ἡμέρᾱ (hēmérā, “日,天”)。
發音
[编辑]名詞
[编辑]εφημερίδα (efimerída) f (复数 εφημερίδες)
變格
[编辑]εφημερίδα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | εφημερίδα • | εφημερίδες • |
屬格 | εφημερίδας • | εφημερίδων • |
賓格 | εφημερίδα • | εφημερίδες • |
呼格 | εφημερίδα • | εφημερίδες • |
相關詞彙
[编辑]- εφήμερος (efímeros, “短暫的”)