跳转到内容

Τρίτη

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:τρίτη

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

源自τρίτος (trítos, 第三)

名詞

[编辑]

Τρίτη (Trítif (复数 Τρίτες)

  1. 星期二週二

變格

[编辑]

同類詞彙

[编辑]
ημέρες της εβδομάδας f  (iméres tis evdomádas, 一週各天)

相關詞彙

[编辑]