σαββατοκύριακο
希臘語[编辑]
其他寫法[编辑]
- Σαββατοκύριακο (Savvatokýriako)
詞源[编辑]
源自 Σάββατο (Sávvato, “星期六”) + Κυριακή (Kyriakí, “星期日”)。
發音[编辑]
名詞[编辑]
σαββατοκύριακο (savvatokýriako) n (复数 σαββατοκύριακα)
變格[编辑]
σαββατοκύριακο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | σαββατοκύριακο • | σαββατοκύριακα • |
屬格 | σαββατοκύριακου • | σαββατοκύριακων • |
賓格 | σαββατοκύριακο • | σαββατοκύριακα • |
呼格 | σαββατοκύριακο • | σαββατοκύριακα • |