υπόλοιπος
希臘語[编辑]
形容詞[编辑]
υπόλοιπος (ypóloipos) m (陰性 υπόλοιπη,中性 υπόλοιπο)
- 剩餘的,遺留的
- 近義詞: αποδέλοιπος (apodéloipos)
變格[编辑]
υπόλοιπος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | υπόλοιπος • | υπόλοιπη • | υπόλοιπο • | υπόλοιποι • | υπόλοιπες • | υπόλοιπα • |
屬格 | υπόλοιπου • | υπόλοιπης • | υπόλοιπου • | υπόλοιπων • | υπόλοιπων • | υπόλοιπων • |
賓格 | υπόλοιπο • | υπόλοιπη • | υπόλοιπο • | υπόλοιπους • | υπόλοιπες • | υπόλοιπα • |
呼格 | υπόλοιπε • | υπόλοιπη • | υπόλοιπο • | υπόλοιποι • | υπόλοιπες • | υπόλοιπα • |