跳转到内容

τερματοφύλακας

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

τέρμα (térma, 球門) +‎ φύλακας (fýlakas, 看門人)

名詞

[编辑]

τερματοφύλακας (termatofýlakasm f (复数 τερματοφύλακες)

  1. (足球) 守門員

變格

[编辑]

延伸閱讀

[编辑]