σταυροδρόμι
希臘語[编辑]
詞源[编辑]
σταυρός (stavrós, “交叉,十字”) + δρόμος (drómos, “路”)
名詞[编辑]
σταυροδρόμι (stavrodrómi) n (复数 σταυροδρόμια)
變格[编辑]
σταυροδρόμι的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | σταυροδρόμι • | σταυροδρόμια • |
屬格 | — | — |
賓格 | σταυροδρόμι • | σταυροδρόμια • |
呼格 | σταυροδρόμι • | σταυροδρόμια • |