希臘語[编辑]
- IPA(幫助):/spitiˈko/
- 斷字:σπι‧τι‧κό
σπιτικό (spitikó) n (复数 σπιτικά)
- 家庭,一家人
Όλο το σπιτικό μετακόμισε τον χειμώνα σε πιο ζεστά μέρη.- Ólo to spitikó metakómise ton cheimóna se pio zestá méri.
- 冬天,全家都搬到了氣候更暖的地方。
近義詞[编辑]
形容詞[编辑]
σπιτικό (spitikó)
- σπιτικός (spitikós)的主格、賓格與呼格單數中性形式。