πρασουλίδα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

πρασουλίδα (prasoulídaf (复数 πρασουλίδες)

  1. (不常用) 細香蔥

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]