λοίσθιος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

形容詞[编辑]

λοίσθιος (loísthiosm (陰性 λοίσθια,中性 λοίσθιος)

  1. 最後

變格[编辑]

近義詞[编辑]

派生詞[编辑]

  • πνέω τα λοίσθια (pnéo ta loísthia, 斷氣,氣絕)