跳转到内容

καρφί

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

繼承自古希臘語 καρφίον (karphíon)κάρφος (kárphos)的指小詞。

名詞

[编辑]

καρφί (karfín (复数 καρφιά)

  1. 釘子
  2. (簡稱) 鉚釘
    καρφί για μέταλλαkarfí gia métalla鉚釘
  3. 告密
  4. (排球) 扣球

變格

[编辑]

派生詞

[编辑]
  • μια στο καρφί και μια στο πέταλο (mia sto karfí kai mia sto pétalo, 雙保險)

近義詞

[编辑]

同類詞彙

[编辑]

副詞

[编辑]

καρφί (karfí)

  1. 直接