επισκέπτομαι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 ἐπισκέπτομαι (檢查)。等同於επι- (超,越) +‎ σκέπτομαι (想,認為)

發音[编辑]

動詞[编辑]

επισκέπτομαι (episképtomai) 異態動詞 (過去簡單式 επισκέφτηκα/επισκέφθηκα)(正式形:επισκέφθηκα

  1. 拜訪參觀

變位[编辑]

相關詞彙[编辑]