επίθεση
外观
希臘語
[编辑]名詞
[编辑]επίθεση (epíthesi) f (复数 επιθέσεις)
變格
[编辑]επίθεση的變格
相關詞彙
[编辑]- επιθετικός (epithetikós, “攻擊性的,激進的;形容詞的”)
- επιθετικότητα f (epithetikótita, “侵略性”)
- επίθετο n (epítheto, “形容詞;姓氏”)
- επιτίθεμαι (epitíthemai, “攻擊”)
επίθεση (epíthesi) f (复数 επιθέσεις)