βοτανολόγος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

βοτανολόγος (votanológosm f (复数 βοτανολόγοι)

  1. 植物學家

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

參見[编辑]

拓展閱讀[编辑]