απόσταξη
希臘語[编辑]
名詞[编辑]
απόσταξη (apóstaxi) f (复数 αποστάξεις)
- (化學) 蒸餾
變格[编辑]
απόσταξη的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | απόσταξη • | αποστάξεις • |
屬格 | απόσταξης • αποστάξεως • | αποστάξεων • |
賓格 | απόσταξη • | αποστάξεις • |
呼格 | απόσταξη • | αποστάξεις • |
相關詞彙[编辑]
- 參見:αποστάζω (apostázo, “蒸餾”)