αποστάζω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 ἀποστάζω (一滴一滴掉落)意譯法語 distiller。等同於απο- () +‎ στάζω (滴落)

發音[编辑]

動詞[编辑]

αποστάζω (apostázo) (過去簡單式 απόσταξα/απέσταξα被動語態 αποστάζομαι)

  1. (化學) 蒸餾

變位[编辑]

相關詞彙[编辑]

拓展閱讀[编辑]