έσοδο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 ἔσοδος (ésodos)εἴσοδος (eísodos),詞的性別發生變化。

名詞[编辑]

έσοδο (ésodon (复数 έσοδα)

  1. (金融) 收入
    反義詞: έξοδο (éxodo)
  2. (金融) 營業額

變格[编辑]

拓展閱讀[编辑]