跳转到内容

αλιευτικό

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

發音

[编辑]

詞源1

[编辑]

源自古希臘語 ἁλιευτικός (halieutikós, 捕魚的),派生自ἁλιεύω (halieúō, 捕魚,釣魚),派生自ἁλιεύς (halieús, 漁民),派生自ἅλς (háls, 鹽;海)

名詞

[编辑]

αλιευτικό (alieftikón (复数 αλιευτικά)

  1. (漁業) 漁船
    近義詞:ψαρόβαρκα (psaróvarka)
變格
[编辑]
相關詞彙
[编辑]

參考資料

[编辑]

詞源2

[编辑]

請參閲主詞條的词源章節。

形容詞

[编辑]

αλιευτικό (alieftikó)

  1. αλιευτικός (alieftikós)賓格單數陽性形式。
  2. αλιευτικός (alieftikós)主格賓格呼格單數中性形式。