Γερμανίδα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

Γερμανίδα (Germanídaf (复数 Γερμανίδες,阳性 Γερμανός)

  1. 德國人(女性)

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]