跳至內容

χονδρεμπόριο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

其他寫法[編輯]

名詞[編輯]

χονδρεμπόριο (chondrempórion (複數 χονδρεμπόρια)

  1. 批發

變格[編輯]

反義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]