τυρόπηγμα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

τυρόπηγμα (tyrópigman (複數 τυροπήγματα)

  1. 凝乳

變格[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]

  • 參見:τυρί n (tyrí, 奶酪,芝士)