τουλίπα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

希臘語維基百科有一篇文章關於:
維基百科 el
Τουλίπες

詞源[編輯]

源自土耳其語 tülbent (平紋細布),源自波斯語 دولبند (dolband, 頭巾)

發音[編輯]

名詞[編輯]

τουλίπα (toulípaf (複數 τουλίπες)

  1. 鬱金香

變格[編輯]