τμήμα

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:τμῆμα

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

繼承古希臘語 τμῆμα (tmêma)

名詞[編輯]

τμήμα (tmíman (複數 τμήματα)

  1. 部分
    1. (商業) 部門科室
    2. (教育) 學系

變格[編輯]