σκεπή

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:σκέπη

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自σκεπάζω (skepázo)

名詞[編輯]

σκεπή (skepíf (複數 σκεπές)

  1. 屋頂
    近義詞: στέγη (stégi)

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]