πορτοκάλι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自威尼斯語 portogallo (橙子)

發音[編輯]

  • IPA(幫助)/poɾtoˈkali/
  • 斷字:πορ‧το‧κά‧λι

名詞[編輯]

πορτοκάλι (portokálin (複數 πορτοκάλια)

  1. 橙子
    φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκαλιούfreskostymménos chymós portokalioú鮮榨

變格[編輯]

同類詞彙[編輯]

相關詞彙[編輯]

派生語彙[編輯]