πεπεισμένος

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語[編輯]

發音[編輯]

 

分詞[編輯]

πεπεισμένος (pepeisménosm (feminine πεπεισμένη,neuter πεπεισμένον)

  1. πείθομαι (peíthomai)完成時中動態分詞

變格[編輯]