μαζοχίστρια

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

μαζοχίστρια (mazochístriaf (複數 μαζοχίστριες,陽性 μαζοχιστής)

  1. 女性受虐狂

變格[編輯]