λῃστικώτερος

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語[編輯]

發音[編輯]

 

形容詞[編輯]

λῃστῐκώτερος (lēistikṓterosm (陰性 λῃστῐκωτέρᾱ,中性 λῃστῐκώτερον); 第一類/第二類

  1. λῃστῐκός (lēistikós)比較級

變格[編輯]