跳至內容

λιανεμπόριο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自λιανικός (lianikós, 零售的) +‎ εμπόριο (empório, 商業,貿易)

名詞[編輯]

λιανεμπόριο (lianempórion (複數 λιανεμπόρια)

  1. 零售店

變格[編輯]

反義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]