λαιμητόμος
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
源自古希臘語 λαιμός (laimós, 「喉嚨」) + τομή (tomḗ, 「切斷」)。
名詞[編輯]
λαιμητόμος (laimitómos) f (複數 λαιμητόμοι)
變格[編輯]
λαιμητόμος的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | λαιμητόμος • | λαιμητόμοι • |
屬格 | λαιμητόμου • | λαιμητόμων • |
賓格 | λαιμητόμο • | λαιμητόμους • |
呼格 | λαιμητόμε • | λαιμητόμοι • |
近義詞[編輯]
- καρμανιόλα f (karmanióla)
- γκιλοτίνα f (gkilotína)