λάχανο
外觀
希臘語
[編輯]詞源
[編輯]源自古希臘語 λάχανον (lákhanon, 「蔬菜,青菜」),源自λαχαίνω (lakhaínō, 「挖」)。
名詞
[編輯]λάχανο (láchano) n (複數 λάχανα)
變格
[編輯]λάχανο的變格
同類詞彙
[編輯]- κράμβη f (krámvi, 「甘藍」)
相關詞彙
[編輯]- κοκκινολάχανο n (kokkinoláchano, 「紅球甘藍」)
- λάχανο βρυξελλών n (láchano vryxellón, 「孢子甘藍」)
- 並參見:λαχανικό n (lachanikó, 「蔬菜」)