κοτόπουλο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

發音[編輯]

名詞[編輯]

κοτόπουλο (kotópoulon (複數 κοτόπουλα)

  1. 母雞
  2. 雞肉

變格[編輯]

近義詞[編輯]