κονσόλα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

κονσόλα (konsólaf (複數 κονσόλες)

  1. (技術) 控制器
  2. 控制台

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]