ενεχυροδανειστήριο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

ενεχυροδανειστήριο (enechyrodaneistírion (複數 ενεχυροδανειστήρια)

  1. 當鋪

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

參見:ενεχυριάζω (enechyriázo, 抵押)