跳至內容

ενδοσπέρμιο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

ενδοσπέρμιο (endospérmion (複數 ενδοσπέρμια)

  1. 胚乳

變格[編輯]