εκπαιδεύτρια

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

εκπαιδεύτρια (ekpaidéftriaf (複數 εκπαιδεύτριες,陽性 εκπαιδευτής)

  1. (運動) 教練

變格[編輯]

近義詞[編輯]

同類詞彙[編輯]