εθελόντρια

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

εθελόντρια (ethelóntriaf (複數 εθελόντριες,陽性 εθελοντής)

  1. 志願者

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

參見:εθελοντής m (ethelontís, 志願者)