δαμάλα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

δαμάλα (damálaf (複數 δαμάλες,陽性 δαμάλι)

  1. ()母牛

變格[編輯]

同類詞彙[編輯]

相關詞彙[編輯]