βασίλειο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

繼承自古希臘語 βασίλειον (basíleion, 宮殿,首都)

名詞[編輯]

βασίλειο (vasíleion (複數 βασίλεια)

  1. 王國
  2. (分類學生物學)

變格[編輯]

同類詞彙[編輯]

相關詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]