αρτοποιείο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

άρτος (ártos, 麵包) +‎ -ποιείο (-poieío, 製造廠)

名詞[編輯]

αρτοποιείο (artopoieíon (複數 αρτοποιεία)

  1. 麵包店

變格[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]