希臘語[編輯]
源自古希臘語 ἀποβάθρα (apobáthra)。απο- (apo-) 來自 ἀπό (apó, 「從」) + βαθρ- + 後綴 -α (-a),源自古希臘語 βάθρον n (báthron, 「底座;臺」),詞幹 βα- 來自動詞 βαίνω (baínō)。[1]
- 國際音標(幫助):/a.poˈva.θɾa/
- 斷字:α‧πο‧βά‧θρα
αποβάθρα (apováthra) f (複數 αποβάθρες)
- 碼頭平臺
- 火車站的站臺
近義詞[編輯]
參考資料[編輯]