αμπέλι
希臘語[編輯]
其他寫法[編輯]
- άμπελος f (ámpelos, 「葡萄藤」)
詞源[編輯]
源自中古希臘語 ἀμπέλιν (ampélin),源自古希臘語 ἀμπέλιον (ampélion),ἄμπελος (ámpelos)的指小詞。
發音[編輯]
名詞[編輯]
αμπέλι (ampéli) n (複數 αμπέλια)
變格[編輯]
αμπέλι的變格
近義詞[編輯]
- (葡萄園): αμπελώνας m (ampelónas) (不太常用)
同類詞彙[編輯]
- σταφύλι n (stafýli, 「葡萄」)
相關詞彙[編輯]
- αμπελάς m (ampelás, 「葡萄園主」)
- αμπελόβεργα f (ampelóverga, 「葡萄莖」)
- αμπελοκαλλιέργεια f (ampelokalliérgeia, 「葡萄栽培」)
- αμπελοκαλλιεργητής m (ampelokalliergitís, 「栽培葡萄者」)
- αμπελόκλημα n (ampelóklima, 「葡萄藤」)
- αμπελοκομία f (ampelokomía, 「葡萄栽培」)
- αμπελοκόμος m (ampelokómos, 「栽培葡萄者」)
- άμπελος f (ámpelos, 「葡萄藤」)
- αμπελουργία f (ampelourgía, 「葡萄栽培」)
- αμπελουργική f (ampelourgikí, 「葡萄栽培」)
- αμπελουργικός (ampelourgikós, 「葡萄栽培的」)
- αμπελουργός m (ampelourgós, 「栽培葡萄者」)
- αμπελοφάσουλο n (ampelofásoulo, 「四季豆」)
- αμπελοφιλοσοφία f (ampelofilosofía)
- αμπελόφυλλο n (ampelófyllo, 「葡萄藤葉」)
- αμπελοφυτεία f (ampelofyteía, 「葡萄園」)
- αμπελόφυτος (ampelófytos, 「葡萄園的」)
- αμπελοχώραφα n 複 (ampelochórafa, 「葡萄園」)
- αμπελώνας m (ampelónas, 「葡萄園」)