αμαρτία

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 ἁμαρτία (hamartía)

名詞[編輯]

αμαρτία (amartíaf (複數 αμαρτίες)

  1. (宗教) 罪過
  2. 過錯錯誤
  3. 私通

變格[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]

參見[編輯]

拓展閱讀[編輯]