αλουμίνιο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

化學元素
Al
前:μαγνήσιο (magnísio) (Mg)
後:πυρίτιο (pyrítio) (Si)

名詞[編輯]

αλουμίνιο (aloumínion (不可數)

  1. (化學冶金學)
    Το αλουμίνιο έχει μεγάλη ικανότητα στο να αντιστέκεται στη διάβρωση.
    To aloumínio échei megáli ikanótita sto na antistéketai sti diávrosi.
    很抗腐蝕。
    近義詞: αργίλιο (argílio)

用法說明[編輯]

αργίλιο (argílio)主要用於技術及實驗室等專業領域,αλουμίνιο (aloumínio)則常見於日常口語。

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

延伸閱讀[編輯]