αλευροποίηση
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
αλεύρι (alévri, 「麵粉」) + -ποίηση (-poíisi)
名詞[編輯]
αλευροποίηση (alevropoíisi) f (複數 αλευροποιήσεις)
變格[編輯]
αλευροποίηση的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αλευροποίηση • | αλευροποιήσεις • |
屬格 | αλευροποίησης • αλευροποιήσεως • | αλευροποιήσεων • |
賓格 | αλευροποίηση • | αλευροποιήσεις • |
呼格 | αλευροποίηση • | αλευροποιήσεις • |
相關詞彙[編輯]
- 參見:αλεύρι n (alévri, 「麵粉」)