αλίευμα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

αλίευμα (alíevman (複數 αλιεύματα)

  1. (漁業) 捕獲

變格[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]