αγοροκόριτσο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

αγόρι (agóri, 男孩) +‎ κορίτσι (korítsi, 女孩)

名詞[編輯]

αγοροκόριτσο (agorokóritson (複數 αγοροκόριτσα)

  1. 假小子

變格[編輯]

近義詞[編輯]

同類詞彙[編輯]

相關詞彙[編輯]